- εντρέχω
- ἐντρέχω (AM)τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτιμσν.1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου»)2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρααρχ.1. (για φήμη) διαδίδομαι, κυκλοφορώ («λόγος μὲν ἐντρέχει ἄλλος ἀνθρώποις»)2. μπαίνω κάπου, βρίσκω είσοδο («ἐξ ὕλης πόντῳ ἐνέδραμον», Ανθ. Παλ.)3. παρεμβάλλομαι4. επέρχομαι, συμβαίνω («τὰ ἐντρέχοντα», Φιλόστρ.)5. (με δοτ. προσ.) αποτείνομαι, προσφεύγω («ἐντρέχοντες τῷ ἡγεμόνι»).
Dictionary of Greek. 2013.